Παρράσιος

Παρράσιος
I
Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και ενδιαφερόταν για την απόδοση του ήθους και της ψυχικής κατάστασης των ηρώων (ο πάσχων Φιλοκτήτης, η έρις για τα όπλα του Αχιλλέα, ο Οδυσσέας προσποιούμενος τον παράφρονα, ο Προμηθεύς δεσμώτης κ.ά.). Γνωρίζουμε επίσης ότι έκανε τα σχέδια για την ανάγλυφη διακόσμηση της ασπίδας της Αθηνάς Προμάχου του Φειδία, την οποία εκτέλεσε ο τορευτής Μυς. Αντίθετα προς τον σύγχρονο και αντίπαλό του Ζεύξη, ο Π. φημιζόταν για τις σωστές και αρμονικές αναλογίες των μορφών. Διακρινόταν επίσης για την τελειότητα των περιγραμμάτων, με τα οποία προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση του βάθους: από τη σχετική παρατήρηση του Πλινίου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Π. ασχολήθηκε με τον όγκο και το ανάγλυφο των μορφών, προβλήματα που στη γλυπτική θα θέσει ο Σκόπας. Το χαμένο έργο του Π. απηχούν μερικές αττικές λήκυθοι.
II
(Μυθ.). Επίκληση του Απόλλωνα στην αρκαδική πόλη Παρρασία, όπου υπήρχε ιερό του Απόλλωνα και άλσος αφιερωμένο σε αυτόν στο βουνό Λύκαιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παρράσιος — masc nom sg Παρράσιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίων — Παρράσιος fem gen pl Παρράσιος masc/neut gen pl Παρράσιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιον — Παρράσιος masc acc sg Παρράσιος neut nom/voc/acc sg Παρράσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίοιο — Παρράσιος masc/neut gen sg (epic) Παρράσιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίοις — Παρράσιος masc/neut dat pl Παρράσιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίου — Παρράσιος masc/neut gen sg Παρράσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίους — Παρράσιος masc acc pl Παρράσιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίῳ — Παρράσιος masc/neut dat sg Παρράσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιε — Παρράσιος masc voc sg Παρράσιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιοι — Παρράσιος masc nom/voc pl Παρράσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”